- περιεκτικός
- complet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
περιεκτικός — containing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… … Dictionary of Greek
περιεκτικός — ή, ό αυτός που περιέχει πολλά, ο πλούσιος σε περιεχόμενο: Περιεκτικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιεκτικά — περιεκτικός containing neut nom/voc/acc pl περιεκτικά̱ , περιεκτικός containing fem nom/voc/acc dual περιεκτικά̱ , περιεκτικός containing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικώτερον — περιεκτικός containing adverbial comp περιεκτικός containing masc acc comp sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικωτέραις — περιεκτικός containing fem dat comp pl περιεκτικωτέρᾱͅς , περιεκτικός containing fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικωτέρων — περιεκτικός containing fem gen comp pl περιεκτικός containing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικῶν — περιεκτικός containing fem gen pl περιεκτικός containing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικόν — περιεκτικός containing masc acc sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικώτατον — περιεκτικός containing masc acc superl sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεκτικαῖς — περιεκτικός containing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)